- μεμβρανώδης
- ης, ες1) пергаментный; 2) перепончатый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσόσωμα — Μεμβρανώδης δομή που εντοπίζεται στο εσωτερικό της πλασματικής μεμβράνης των βακτηρίων. Το μ. μπορεί να έχει πολύπλοκή δομή και να περιέχει επιπλέον μεμβρανώδη ελάσματα στο εσωτερικό του. Σχετίζεται με τη σύνθεση του DNA και την έκκριση των… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
μαντίλα — η (Μ μανδήλα και μαντήλα) 1. μεγάλο μαντίλι 2. τραπεζομάντιλο νεοελλ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού τών γυναικών, τσεμπέρι, κεφαλοπάνι 2. το ύφασμα που καλύπτει την Αγία Τράπεζα 3. η μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή που κρέμεται κάτω από τον λαιμό… … Dictionary of Greek
ούρτικα — (urtica). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ουρτικιδών ή κνιδιδών, με περίπου 30 είδη, όλα των εύκρατων περιοχών. Η ο. είναι πόα μονοετής ή πολυετής, με άφθονες τρίχες οι οποίες βγάζουν ερεθιστικό υγρό που προκαλεί μεγάλη φαγούρα. Τα φύλλα… … Dictionary of Greek
πτίλινο — το, Ν ζωολ. μεμβρανώδης δομή στην κορυφή τού κεφαλιού μερικών κυκλόρραφων δίπτερων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ptilinum (< πτίλον «πούπουλο» + λατ. κατάλ. inus)] … Dictionary of Greek
πτερύγιο — το / πτερύγιον, ΝΜΑ [πτέρυξ, υγος] 1. καθετί που μοιάζει στο σχήμα με μικρό φτερό (α. «το πτερύγιο τού αφτιού» β. «ζυγὰ καὶ ἄζυγα πτερύγια ἰχθύων», Αριστοτ. γ. «ὅσα δὲ δοκεῑ πόδας ἔχειν... τούτοις νεῑ καὶ τοῑς πτερυγίοις», Αριστοτ.) 2. όργανο… … Dictionary of Greek
σημύδα — (βετούλη η λευκή). Δέντρο μέτριων διαστάσεων της οικογένειας των Βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Είδος ψυχρόβιο διαδομένο στην Ευρώπη και στην Ασία, ιδιαίτερα στις βόρειες και ορεινές ζώνες, όπου σχηματίζει δάση μαζί με την οξυά, το πεύκο και άλλα… … Dictionary of Greek
σιφώνιο — το / σιφώνιον, ΝΑ [σίφων, ωνος] νεοελλ. 1. χημ. λεπτός γυάλινος ή πλαστικός σωλήνας βαθμονομημένος, συνήθως, σε κυβικά εκατοστόμετρα και σε υποδιαιρέσεις τους και συχνά διογκωμένος στο μέσον του, που είναι ανοιχτός και στα δύο του άκρα και… … Dictionary of Greek
υποδερίς — η / ὑποδερίς, ίδος, ΝΑ, και ὑποδειρίς Α νεοελλ. (λόγιος τ.) μεμβρανώδης ή δερματική πτυχή τού λαιμού διαφόρων θηλαστικών μυρηκαστικών αρχ. 1. το κάτω μέρος, η βάση τού τραχήλου 2. κόσμημα τού λαιμού, περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δέρη /… … Dictionary of Greek